Κυκλοφόρησε την περασμένη βδομάδα ο δίσκος Beat Poetry του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα.
Ακολουθεί το εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου που συνοδεύεται από πλούσιο υλικό σχετικά με τους beat ποιητές...
«Το βάρος του κόσμου είναι αγάπη.
Κάτω απ’ το άχθος της μοναξιάς
κάτω απ’ το άχθος του ανεκπλήρωτου.
Το βάρος που φέρουμε
Είναι αγάπη».
Γεννηθέντες 19 Οκτωβρίου 1952 στο μαιευτήριο «Έλενα», δίπλα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
19 χρόνια αργότερα, στα 1971.
Ήταν τότε που ο Βάρναλης, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Καβάφης και ο Σεφέρης, δε μας κάλυπταν πια. Κάτι άλλο υπήρχε. Κάτι που δεν το ξέραμε κι όμως μας έλειπε, το μυριζόμασταν, το περιμέναμε, το ψάχναμε.
Ερχόταν μέσα από τα τραγούδια των Grateful Dead,των Beatles, των Velvet Underground, του Β.Dylan, του Frank Zappa. Στίχοι θρύψαλα, πολύτιμα θραύσματα μιας άλλης διάστασης, ενός κόσμου που πάλευε να μας συναντήσει
και παλεύαμε να τον συναντήσουμε.
Στα νησιά τα καλοκαίρια, με 5-6 κασέτες και το κασετοφωνάκι μπαταρίας, ρωτάγαμε τους συνομήλικους τουρίστες με τις κιθάρες και τα sleeping bags. Με τα λίγα αγγλικά μας. «Τι λέει εδώ αυτός ο στίχος my friend; Τι εννοεί εκεί; Βγάλανε καινούριο δίσκο οι Doors;» Όχι Internet… Ούτε ένα μουσικό περιοδικό της προκοπής δεν υπήρχε, εκτός από τους «Μοντέρνους ρυθμούς», ένα περιοδικάκι για δεκατετράχρονους, με τοπικά νέα για τα γκρουπάκια και τους pop τραγουδιστές της εποχής.
Από ραδιόφωνο υπήρχε μόνο το ελεγχόμενο κρατικό ραδιόφωνο της χούντας και κάποιοι «πειρατικοί» σταθμοί, που το πάλευαν ηρωικά. Όσο για την τηλεόραση; Η θρυλική ΥΕΝΕΔ, το κανάλι των ενόπλων δυνάμεων. Τσολιάδες, κλαρίνα, προπαγάνδα νυχθημερόν, φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, καλλιστεία και ολυμπιάδες τραγουδιού στο Καλλιμάρμαρο. -Τίποτα δεν ήταν εύκολο. Όλα έπρεπε να τα βρούμε μόνοι μας, ψάχνοντας μες το σκοτάδι, το μυθικό μας El Dorado.
Δεν ήταν όμως αυτή η αναζήτηση μονάχα κόπος και αγωνία, ήταν συγχρόνως ασκήσεις αναπνοής, άσκηση ζωής και ενηλικίωσης.
Ψαχνόμασταν κυρίως με τους αμερικάνους. Με τους αμερικάνους, γιατί αυτοί ήξεραν από πρώτο χέρι, αν έβγαλαν καινούριο δίσκο οι Dοοrs. Κι αυτό εμάς, μας ενδιέφερε απεγνωσμένα. Ό,τι μπορούσαμε. Όσο γινότανε με τα αγγλικούλια μας του Στρατηγάκη, ψαχνόμασταν να μάθουμε.
Κιθάρες γύρω από τη φωτιά, χίπηδες μαστουρωμένοι μεν, αλλά επισκέπτες-προσκυνητές, όχι τουρίστες-καταναλωτές. Κολλεγιόπαιδα οι πιο πολλοί. Κοινή πατρίδα μας, το ροκ και η αγγλική γλώσσα.
Στην παραλία του Μυλοπότα, στα σκαλάκια της Ίου, στα σοκάκια της Πλάκας, στο jazz club του Μπαράκου. Μαγικά καλοκαίρια.
Πίσω στην Αθήνα τους χειμώνες … «Μολώχ, άψυχο κάτεργο»...
Ο πολικός χειμώνας της χούντας. «Άψυχο κάτεργο και ακατανόητη φυλακή». Ούτε να μιλήσεις, ούτε να σκεφτείς, ούτε να γελάσεις, ούτε να περπατήσεις στο δρόμο, χωρίς να φοβάσαι το ρουφιάνο πίσω σου, στο Αμφιθέατρο, στην παρέα, στη γειτονιά σου...
Χαμηλόφωνη, φυλακόβια ζωή.
Μοναδική διέξοδος η Deutsche Welle για κάποια νέα, παράνομος Θεοδωράκης… «Είμαστε δυο, είμαστε τρείς…»
Πληροφόρηση μηδέν. Ένα «απαγορεύεται» γενικώς. Όλα ένα μίζερο, ασπρόμαυρο b-movie.
Journal, Γεωργαλάς (υπεύθυνος προπαγάνδας της χούντας), Γκραβαρίτης (ασφαλίτης, βασανιστής της χούντας, υπεύθυνος για την Πάντειο).
Φεύγανε οι λοχίες της αμερικάνικης βάσης και πούλαγαν τα σαλόνια τους, τα στερεοφωνικά τους και τους δίσκους τους στο Μοναστηράκι.
Το Μοναστηράκι ήταν για μας, η κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Η πύλη για μια άλλη διάσταση, για το όνειρο. Λαγούμι διαφυγής και απόδρασης. Εκεί ψάχναμε και ανακαλύπταμε ό,τι ξέραμε και ό,τι δεν ξέραμε. Με τη μύτη και το ένστικτο.
Αυτά τα βινύλια (που ακόμα αναρωτιέμαι γιατί), ζύγιζαν πιο βαριά από τα ελληνικά και τα εξώφυλλά τους σαν πολύχρωμα λουλούδια, ανέδιδαν μια εξωτική μυρωδιά. Κάτι σαν Pall mall άφιλτρο και Bourbon μαζί. Ψάξιμο. Ένα
διαρκές φωτεινό trip.Το trip του αθώου.
1971, δεύτερο έτος στην Πάντειο. Έναν καταραμένο χουντικό χειμώνα, βράδυ αργά, στο σπίτι ενός φίλου μεγαλύτερου σε ηλικία. Πάνω στο τραπέζι, κονιάκ, ηλιόσποροι, 100 χιλιάδες τσιγάρα στα τασάκια και κάτω από το μπουκάλι, ένα παράξενο περιοδικάκι. Τα «Panderma» του Λεωνίδα Χρηστάκη.
Είπαμε. Καλοί και άγιοι ο Βάρναλης κι ο Παλαμάς, ο Καβάφης και ο Σεφέρης, αλλά η εικοσάχρονη αγωνία μας ζητούσε έναν άλλο καθρέφτη, για να αναγνωρίσει μέσα του, το δικό της είδωλο. Επί ένα μήνα τα «Panderma», έγιναν η κύρια ασχολία μας. Επιτέλους, μας είχε αποκαλυφθεί το «γλωσσικό αντίστοιχο» του ροκ ήχου, που από μόνος του δεν έφτανε για να ξεδιαλύνει την εικόνα στον καθρέφτη.
Δυο - τρία (μεταφρασμένα στα ελληνικά) ποιήματα του Άλλεν Γκίνσμπεργκ, δυο - τρία του Γκρέγκορυ Κόρσο, ένα απόσπασμα από Τζακ Κέρουακ. Να ’ναι καλά εκεί που είναι ο Λεωνίδας Χρηστάκης με τα «Panderma» του. Μετά από εκείνο το βράδυ, το ροκ πήρε μέσα μας άλλη διάσταση και άλλο βάρος. Αρχίσαμε σιγά σιγά να βλέπουμε τις συγγένειες των beat ποιητών με τους στίχους των Doors, του Lou Reed, των Rolling Stones,η εικόνα έγινε πιο σαφής, και επιτέλους, όλα δέσανε μεταξύ τους. Μια απαραίτητη διευκρίνιση. Μη φανταστεί κανείς, ότι αποθεώναμε άκριτα, ο,τιδήποτε ήταν αμερικανόφερτο. Όχι. Αγκαλιάζαμε μόνο εκείνα που κρίναμε ότι άξιζαν τον κόπο. Τα φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες, τα γράφαμε στις «cojones» μας και πρώτοι εμείς τα φτύναμε. Μετά από εκείνο το βράδυ, της πρώτης συνάντησής μας με τους beat ποιητές, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι ουσιαστικά, ήταν κι αυτοί άνθρωποι απεγνωσμένοι και «φυλακισμένοι» μέσα στη χώρα τους, όπως εμείς εδώ.
Ίδια κι απαράλλαχτα.
Η αντίσταση στη βία της εξουσίας, τα φιλειρηνικά κινήματα, η σεξουαλική απελευθέρωση, το φεμινιστικό και αντιπολεμικό κίνημα, το Woodstock, η ψυχεδέλεια, όλα αυτά καθόρισαν έναν τρόπο σκέψης που μας σημάδεψε
για πάντα. Έγινε τρόπος ζωής, κοινός τόπος αναζήτησης και συνάντησης με ανθρώπους συνομηλίκους μας, που ζούσανε χιλιάδες μίλια μακριά. «Παλαβή γενιά».
Παντού στην Αμερική, την Ευρώπη, τους αισθανόμασταν σαν αδέρφια, σα να είχαμε γεννηθεί και μεγαλώσει όλοι, στον ίδιο τόπο. Ακόμα και τα drugs κάθε είδους, ήταν μια ενστικτώδης, λαθεμένη ίσως, (επικίνδυνη σίγουρα) απόπειρα προς την ελευθερία, όπως μπορούσε τότε να τη συλλάβει, η εικοσάχρονη απελπισία μας. Σίγουρα το ροκ ήταν πάντα λίγο επικίνδυνο.
Κάποια χρόνια αργότερα, αρχίσαμε να γράφουμε τα δικά μας τραγούδια.
Τότε δεν το ξέραμε, τώρα το βλέπουμε καθαρά.
Ο τρόπος που εκφραστήκαμε ήταν μικτός.
Οι δύο πατρίδες μαζί. Δίπλα-δίπλα ή μερικές φορές, αγκαλιασμένες μέσα στα τραγούδια μας. Απ’ τη μια αυτή που μας γέννησε και απ’ την άλλη, εκείνη της καρδιάς και της επιλογής μας. Δε διώξαμε φυσικά από την ψυχή μας τα κλαρίνα, τα βιολιά και τα μπουζούκια.
Δε διώξαμε από την ψυχή μας τους μεγάλους έλληνες συνθέτες και τραγουδοποιούς, που μ’αυτούς μεγαλώσαμε.
Τους τιμήσαμε και τους σεβαστήκαμε, με τον ίδιο τρόπο που αγαπήσαμε και τους ποιητές μας.
Απλά, κάναμε χώρο στην καρδιά μας και για μια άλλη πατρίδα, «έναν άλλο τρόπο» έκφρασης, που, κακά τα ψέματα, ερχόταν κατ’ ευθείαν από την Αμερική, την άλλη όμως America, αυτή που αγαπήσαμε εμείς και όχι αυτή που μακελεύει τον πλανήτη, όποτε ο Μολώχ διατάξει, την Αμερική που μοιάζει πια, να μας υποπτεύεται και να μας μισεί όλους…
Όταν βγήκαν τα «Ζεστά ποτά», το 1985, το ξέραμε και το περιμέναμε, ότι κάποια από τα τραγούδια μας, θα φάνταζαν «ξενόφερτα». Όχι μόνο σαν ήχος, αλλά κυρίως σαν επιλογή θεμάτων και φυσικά σαν εκφορά του λόγου.
Χωρίς το φερετζέ της ευπρέπειας, με στοιχεία από την ποίηση, αλλά και τη γλώσσα του δρόμου, όπως ακριβώς μας είχε επηρεάσει η γλώσσα του ροκ και το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ. Τι δουλειά είχαν ξαφνικά μέσα στο ελληνικό τραγούδι της εποχής εκείνης, τα κουτάλια και οι βελόνες του «Φάνη», ο τύπος που αυνανίζεται μέσα σ΄ένα πορνοσινεμά, η ψυχεδέλεια του «Υπόγειου» και ο «κοκοράκος» που δηλώνει «μες του φαλλού μου το φολκλόρ να κοροϊδεύομαι;» Ακόμα και η παρωδία του 50`ς Rock’n’Roll στο «Ρίτα Ριτάκι» και διάφορα άλλα εδώ κι εκεί, για να μη μακρηγορούμε... Δε θα είχαμε διανοηθεί ίσως ποτέ να αναφερθούμε σε τέτοια θέματα, αν κάποτε δεν είχαμε συναντήσει τους beat ποιητές και φυσικά τη ροκ τραγουδοποιΐα, που μαζί καθόρισαν την αισθητική και τη νοοτροπία γραφής μας, τόσο στιχουργικά, όσο και μουσικά.
Όσο για τον ήχο, τι δουλειά είχε ξαφνικά, η αυτούσια μεταφορά του riff του τραγουδιού των Who «Baba O` Riley», μέσα στο «Για ένα κομμάτι ψωμί», στον πρώτο κιόλας δίσκο μας; Ή το μπλουζ του «Σχοινοβάτη», η τζαζ του «Torpedo» και το «Ι`m calling earth», τραγουδισμένο στα ίσα σε αγγλική γλώσσα, 20 χρόνια πριν; Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο να γράψουμε ΚΑΙ «έτσι». Γιατί φυσικά δε γράψαμε μόνο έτσι. Φαίνεται ότι τελικά, τίποτα δεν έγινε τυχαία.
Θεωρείστε αυτό το δίσκο, σαν μια μουσική ταινία μικρού μήκους. Ένα μπερδεμένο όνειρο, όπου αναπόφευκτα, διαπλέκονται όλα. Παλιά τραγούδια, καινούρια τραγούδια και μουσικές, όλα μαζί, σαν μια ωδή του υποσυνείδητου, που πλέκει το παρελθόν και το παρόν όπως αυτό διαλέγει και αποφασίζει. Ερήμην μας. Ένα μουσικό παραμύθι για μεγάλους. Ένα πολύχρωμο, φωτεινό «Trip», όπως το ομώνυμο κλαμπάκι του ΄70 στην Πλάκα, που έμπαινες μπουσουλώντας και έφευγες πετώντας ή μερικές φορές… το εντελώς αντίθετο.
Αφιερωμένο λοιπόν σ’ αυτούς, που μέσα στη δίνη της δεκαετίας του ΄50, μέσα στην ευφορία της μεταπολεμικής έκρηξης του καπιταλισμού, είχαν την άγρυπνη συνείδηση να διακρίνουν την κτηνωδία και το μακελειό που θα ακολουθούσαν τις επόμενες δεκαετίες, μέχρι και σήμερα.
Σ’ αυτούς τους προφήτες, που σύρθηκαν στα δικαστήρια για τα βιβλία και τις ιδέες τους, τα «τοξικά απόβλητα» μιας κοινωνίας μαστουρωμένης από τον καταναλωτισμό, την πολεμοκαπηλία, το ρατσισμό και τον υπερπατριωτισμό. Αυτούς που κατασυκοφαντήθηκαν, πρώτα σαν επικίνδυνοι κι έπειτα σαν γραφικοί, που ζήσανε σαν κοσμοκαλόγεροι, κήρυκες του πεζοδρομίου, μέσα στη σκοτεινή εποχή του Χούβερ, του Μακάρθυ και της μπούρδας του «αμερικάνικου ονείρου».
Αυτούς, που με την καινούργια ματιά τους, επηρέασαν την κουλτούρα του 20ου αιώνα σε πολλαπλά επίπεδα, τους «αρουραίους» των υπονόμων της 5ης Λεωφόρου, τα «παράξενα πουλιά» του Σαν Φρανσίσκο.
Σ’ εκείνους, που είπαν ό,τι είχαν να πουν και πέταξαν για τις «θάλασσες των Σαργασσών» κι εκεί ζουν ακόμα, «αόρατοι μα θρυλικοί, έτσι όπως είχε προφητευτεί», χωρίς να διεκδικήσουν τίποτα, ει μη μόνο, το «ξανθό ίχνος της αλήθειας». Τώρα που οι καιροί είναι πιο δύσκολοι κι επικίνδυνοι από ποτέ, τώρα ακριβώς, που όλα είναι στο κόκκινο, σκέφτομαι εσένα Άλλεν Γκίνσμπεργκ, που προχθές το βράδυ, 40 χρόνια μετά, κάθισες δίπλα μου στον καναπέ και μέσα από τη φλέβα σου, «σούταρες» ξανά στο μυαλό μου, την αθωότητα των βέβηλων χρησμών σου.
Υ.Γ.
«Τα παράξενα πουλιά του Σαν Φρανσίσκο»
Ας θεωρηθούν τα ποιήματα, πάνω στα οποία στηρίχθηκε αυτή η μουσική εργασία, σαν ένα «libretto». Ένα κείμενο που ένωσε αποσπάσματα από διαφορετικούς μπητ ποιητές, παίρνοντας αυτό το «δικαίωμα» από το ποίημα του Γκρέκορυ Κόρσο «Όλα αυτά τα ποιήματα έχουν το ίδιο θέμα... Κανένα δεν είναι πρώτο ή τελευταίο... Μπορούν να ανακατευτούν και να διαβαστούν στην τύχη...»
Αυτό το «libretto», ένα όνειρο του Κατμαντού, ένα λουλούδι «κλεμμένο» από το εξωτικό δάσος του έργου των μπητ ποιητών, κουβαλάει μέσα του όλη την ουσία και το άρωμα αυτής της ποίησης, που, όποιος θέλει να τη γνωρίσει βαθύτερα, εκεί είναι τα βιβλιοπωλεία, οι βιβλιοθήκες και φυσικά το Internet.
Καλό διάβασμα.
Καλή ακρόαση
Δεκέμβριος 2011
Χάρης –Πάνος